Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008


Στ΄ αδέλφι μου

Μια μέρα σαν κι αυτή θλιμμένη
παράξενα βουβή,
στο σπίτι μας μας φέρνουν,
τ΄αδέλφι μου σιωπή.

Τ΄αδέλφι το μικρό
μας φέρνουνε νεκρό.
Στη γειτονιά μας γύρω
παράπονο πικρό.

Ήταν πανώριος νιός
Πριν λίγο ζωντανός,
μας χάθηκε και να
φεύγει παντοτινά.

Μια γοερή κραυγή
της μάνας η φωνή
αντιλαλεί και στάζει
φαρμάκι στην πληγή.

Μικρέ μου αδελφέ
τώρα πια μακρυνέ
μας φεύγεις πως μπορώ
να μη σε ξαναδώ;

Στην νεκρική μορφή σου
παρατηρώ γλυκό
αχνόπικρο χαμόγελο
χαιρετισμό παντοτινό.


Όσο κρατά το χτύπημα της πέτρας στο νερό, είναι και η ζωή μπροστά στην αιωνιότητα. Ο στιγμιαίος χτύπος είναι το ελάχιστο διάστημα στο άπειρο. Είναι ο χτύπος μιας ανάσας που χάνεται, το ανοιγόκλειμα των ματιών μας, η σκέψη που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Ο χρόνος λένε είναι ο καλύτερος γιατρός. Αυτό το χρόνο περίμενα να αναρτήσω αυτό το ποίημα το οποίο το έγραψα κάτω από υψηλή συναισθηματική φόρτιση, εδώ και λίγο διάστημα.
Τα συναισθήματα είναι πάντοτε δύσκολο ν΄αποτυπωθούν σε μια κόλλα χαρτί. Η ποίηση όμως είναι ένα μέσο αποτύπωσης συναισθημάτων.
Αυτό το ποίημα το αφιερώνω στη μνήμη ενός νέου παιδιού, στη γειτονιά μου, στη γειτονιά μας, που έφυγε από τη ζωή μετά από ένα ατύχημα. Στη μικρή κοινωνία που ζω ακόμα όλα είναι δικά μας, βιώνουμε τα ίδια συναισθήματα.
Μια άτυχη στιγμή που έκοψε το νήμα της ζωής του στα 25 χρόνια του.
Το αφιερώνω στη μάνα του και στον πατέρα του, το αφιερώνω σ΄όλες τις μάνες που έχασαν τα παιδιά τους.
Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό μου αρχείο.



Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Μέσα του μήνα Εκατομβαιών







Μέσα του μήνα Εκατομβαιών

Η αυγή όταν έρχεται
μια νέα ζωή ξυπνά.
Πάνω στην πέτρα γράφεται
και ο κύκλος αρχίζει να κυλά.

Πάνω, κάτω
πάνω, κάτω…

Μέσα του μήνα Εκατομβαιών (Αυγούστου). Καταμεσήμερο, με τον ήλιο να καίει στο δρόμο για το Κάστρο. Τριγύρω περβόλια, ελιές, συκιές, καρυδιές κι αμπέλια. Και να˙ κατηφορίζουν απ’ το κάστρο νέοι, να πιούν νερό και να δροσιστούν, απ’ το πηγάδι στα ριζά του λόφου με τη μεγάλη πέτρινη γούρνα, αφού πρώτα κόψουν σύκα και σταφύλια.
Πιο πέρα το τραγούδι των κοτσυφιών, των συκοφάγων και των μελισσουργών σμίγει με το τραγούδι των εργατών που ετοιμάζουν τους ληνούς (τα πατητήρια) για το τρύγο τρώγοντας υδροπέπωνες (καρπούζια), δροσίζοντας το ιδρωμένο πρόσωπό τους από το νερό που κυλά στ΄ αυλάκι και ποτίζει τα περβόλια.
Όλα αυτά το 1000 προ εποχής (π.Χ.) ή και νωρίτερα, όταν χέρια προγόνων μας ή ίσως και χέρια λησμονημένων Ηρώων και Θεών μας, ύψωσαν αυτό το αριστούργημα δώρο στο τόπο μας, δώρο στη φυλή μας, δώρο στην Ελλάδα.
Και πέρασαν χρόνοι αμέτρητοι… Η λήθη δεν κατάφερε να σβήσει τη μνημοσύνη.
Και τώρα όλα ίδια και απαράλλαχτα. Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε… Οι πέτρες, η γούρνα, ο ήλιος, οι ελιές, οι συκιές, οι καρυδιές και τα μποστάνια, ακόμη και οι διαβάτες, όλα στην ίδια θέση. Το θέμα είναι αν είναι ίδιες ψυχές….οι ίδιοι άνθρωποι.
Κι αυτό αεικίνητο, σαν μύθος, στέκει μόνο κι έρημο, αγέρωχο, ανεμοδαρμένο, προσπαθώντας ν΄αντέξει στο χρόνο, και στην αδιαφορία όλων, πλην αυτών που κλεφτά ρίχνουν τη ματιά τους και αυτών που πραγματικά δακρύζουν γιατί το΄χουν στην ψυχή τους.


Κι όταν ο ήλιος φεύγει
πίσω απ΄ τα βουνά,
στη πέτρα ξαναγράφεται
και ο κύκλος ξανακυλά.

Πάνω, κάτω
πάνω, κάτω…
και ο κύκλος γυρίζει…

Αφιέρωμα για το Παλαιό Κάστρο

Άγιος Αδριανός _ Ναυπλίου
Ποσειδεών ΄07_΄08 Μ.Ε.